- πουδράρω
- πουδράρω και πουδραρίζω, πασπαλίζω, βάζω πούδρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πουδράρω — πουδράρω, πουδράρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πουδράρω — και πουδραρίζω Ν [πούδρα] καλύπτω με πούδρα … Dictionary of Greek
πουδράρισμα — το, Ν [πουδράρω / πουδραρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πουδράρω … Dictionary of Greek
αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] … Dictionary of Greek
πουδραρίζω — Ν βλ. πουδράρω … Dictionary of Greek